Η σχέση μου με τη Μαριάννα ξεκίνησε το 2012, κράτησε επτά χρόνια και ήταν τόσο θυελλώδης όσο επέβαλλε η -αντίστροφη, σε σχέση με τα συνηθισμένα- διαφορά ηλικίας των πέντε…

ετών που μας χώριζαν. Εγώ στα δεκαεννέα και στα πρώτα μου ερωτικά βήματα, εκείνη ήδη στα εικοσιτέσσερα και στο τέλος μιας μακροχρόνιας αλλά με άδοξο τέλος, σχέσης. Ήδη από τον πρώτο καιρό είχε διαφανεί η απεγνωσμένη της προσπάθεια να κρατήσει έναν άντρα κοντά της με κάθε μέσο και τρόπο, ακόμα και παραχωρώντας του το δικαίωμα να έχει παράλληλες σχέσεις, πολλές φορές μάλιστα προκαλώντας το η ίδια, ακόμα και με τις ίδιες της τις φίλες.

Ήταν χειμώνας του 1996 και η σχέση μας περνούσε για δεύτερη φορά μια από αυτές τις φάσεις όπου η Μαριάννα έβαζε ένα τρίτο πρόσωπο να πάρει τη θέση της στο κρεβάτι μας. Η Εύα, γειτόνισσα και φίλη της Μαριάννας, μια γυναίκα στα τριανταοτκώ της, με εκπληκτικά όμορφο πρόσωπο με δύο καταγάλανα σαν τη θάλασσα μάτια, έναν αδιάφορο σύζυγο και τρία παιδιά, οι γέννες των οποίων είχαν αφήσει, μαζί με την ηλικία της και παρά την καθημερινή άσκηση, ορατά τα σημάδια τους στο κορμί της.

Με την Εύα είχα μιλήσει φευγαλέα μια-δυο φορές αλλά από την πρώτη στιγμή δύο πράγματα καρφώθηκαν στο μυαλό μου. Το άρωμά που φορούσε και το ντύσιμό της, classy και sexy μαζί. Δεν μπορούσα να υποτάξω την επιθυμία μου να εξερευνήσω κάθε πτυχή από το σώμα της και κυρίως να νιώσω το πως θα γαμιόταν αυτή η εκπληκτική γυναίκα. Δεν χρειάστηκε καν να πω στη Μαριάννα το πόσο μου άρεσε η Εύα. Το είχε δει και το χρησιμοποιούσε βάζοντας η ίδια σε λέξεις τις φαντασιώσεις μου όσες φορές βρεθήκαμε στο κρεβάτι τις επόμενες μέρες. Χωρίς να μου πει τίποτα, είχε προετοιμάσει το έδαφος ώστε ήδη στο ραντεβού μας το βράδυ του Σαββάτου να την έχω στη διάθεσή μου…

Βρεθήκαμε στο σπίτι της Μαριάννας στην Πειραϊκή στις οκτώ, όπως κάθε Σαββατόβραδο. Είκοσι λεπτά αργότερα κτύπησε το κουδούνι. Στην πόρτα στεκόταν η Εύα. Δεν είχα ιδέα πως θα ερχόταν και αρχικά σκέφτηκα πως μάλλον θα μας χάλαγε τη βραδιά… Με καλησπέρισε και μπήκε. Το πρόσωπό της φωτιζόταν από ένα αινιγματικό χαμόγελο. Φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό πάνω στον οποίο έπεφταν τα μακριά βαμμένα ξανθά μαλλιά της. Το βλέμμα μου κινήθηκε προς τα κάτω και συνάντησε τα πόδια της που τα αγκάλιαζε ένα μαύρο καλσόν με μια ελαφριά γυαλάδα για να καταλήξει στις μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες της πάνω στις οποίες ισορροπούσε επιδέξια με τον αέρα της σιγουριάς που μόνο μια έμπειρη γυναίκα με επίγνωση της ομορφιάς της μπορεί να έχει. Έβγαλε το παλτό αποκαλύπτοντας ένα κοντό, στενό μαύρο φόρεμα που διέγραφε το σχετικά μικρό στήθος της και τις πανέμορφες καμπύλες της σε όλο τους το μεγαλείο.

Καθίσαμε στο σαλόνι με ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και αρχίσαμε να συζητάμε… για τον Παναθηναϊκό. Ο σύζυγος της Εύας, φανατικός του Τριφυλλιού, είχε φύγει εκτός Ελλάδας ακολουθώντας την ομάδα στις Ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις, αφήνοντας της το πεδίο ελεύθερο. Η ώρα περνούσε, η συζήτηση ερχόταν σε θέματα πολύ πιο προσωπικά και η ατμόσφαιρα άρχιζε να βαραίνει. Λίγο τα χαμηλά φώτα, λίγο η μουσική, λίγο το κρασί, λίγο η θέα προς το συννεφιασμένο νυχτερινό Σαρωνικό, όλα συνέτειναν προς ένα σημείο. Έπρεπε κάτι να γίνει, εδώ και τώρα! Έπρεπε να πάω στο κρεβάτι, με τη Μαριάννα φυσικά, αλλά με το μυαλό καρφωμένο στη μορφή της Εύας που όλη αυτή την ώρα καθόταν απέναντί μου και μου χάριζε μερικές από τις πιο ωραίες εικόνες που μπορούν να εντυπωθούν στο μυαλό ενός άντρα. Αν αυτό δεν γινόταν σύντομα θα έπρεπε να καταφύγω στην τουαλέτα και σε μια καλή μαλακία για να μπορέσω να αντέξω την ψυχική -κυρίως- πίεση του να βρίσκεσαι μόνος ανάμεσα σε δύο καυλωμένες γυναίκες και να πρέπει να κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια…

Από τη δύσκολη θέση με έβγαλε η ίδια η Μαριάννα:

–    «Απόψε μωρό μου σου έχω μια έκπληξη…» είπε και κοίταξε συνωμοτικά την Εύα.

Εκείνη δεν περίμενε τίποτε περισσότερο. Σηκώθηκε αργά, ήρθε κοντά μου, έσκυψε και μου ψιθύρισε:

–    «Θα είμαι στην κρεβατοκάμαρα…» και απομακρύνθηκε.

Κοίταξα τη Μαριάννα. Είχε μια λύπη το βλέμμα της αλλά την έκρυβε καλά κάτω από ένα ζορισμένο γέλιο.

–    «Πήγαινε», μου είπε. «Ξέρω πόσο τη θέλεις και σου το κανόνισα. Της το συζήτησα στην αρχή της εβδομάδας και της άρεσε η ιδέα. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει ξαναπάει με άντρα δεκαπέντε χρόνια μικρότερό της και είναι έτοιμη να τα δώσει όλα. Εγώ θα καθίσω εδώ να δω τηλεόραση. Σας παρακαλώ μόνο λίγο ήσυχα, ε; Εγώ θα είμαι εδώ μόνη μου με το μουνί στο χέρι. Μη με ξεσηκώσετε περισσότερο…».

Σκέφτηκα ότι δεν έχω ξαναβρεθεί σε τρίο και με θράσος της πρότεινα να έρθει μέσα, μαζί μας.

–    «Δεν θα τα βγάλεις πέρα με δύο γυναίκες σαν κι εμάς ταυτόχρονα…» μου απάντησε χαμογελώντας αυτάρεσκα και μου έκανε νόημα να φύγω.

Η Εύα ήταν μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι έχοντας βγάλει και πετάξει το φόρεμά της σε μια πολυθρόνα που υπήρχε στο δωμάτιο.

Φορούσε μαύρα δαντελωτά εσώρουχα, τις γόβες της και ένα ζευγάρι ζαρτιέρες τις οποίες διόρθωνε βιαστικά τη στιγμή που έμπαινα στην κρεβατοκάμαρα. Βάλαμε και οι δύο τα γέλια και η όποια αμηχανία υπήρχε στον αέρα εξαφανίστηκε σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Δεν έβγαλα τα ρούχα μου. Κάθισα δίπλα της, την αγκάλιασα και τη φίλησα. Αναστέναξε. Το άρωμά της πλημμύρισε πάλι τον αέρα αλλά αυτή τη φορά μπορούσα να το μυρίσω πάνω στο στήθος της, στο λαιμό της και στην κοιλιά της. Το χέρι μου κινήθηκε προς το στρινγκάκι της, την ίδια στιγμή που με τα χείλη μου έψαχνα τις ρώγες της που διαγράφονταν σκληρές και μεγάλες σε αντίθεση με το λίγο χαλαρωμένο αλλά απίστευτα ερωτικό στήθος της κάτω από τη δαντέλα του σουτιέν της. Το μουνάκι της έκαιγε και τα υγρά της είχαν μουσκέψει το εσωτερικό των μηρών της. Κάτω εκεί, η ίδια μεθυστική μυρωδιά, το ίδιο άρωμα… Έπρεπε να το γευτώ.

Παραμέρισα το στρινγκάκι της και άρχισα αργά-αργά να τη φιλάω αριστερά και δεξιά από τα μουνόχειλά της, δοκιμάζοντας με τη γλώσσα μου τη γεύση της. Με τα δάχτυλά μου άνοιγα όσο μπορούσα το μουνάκι της και ένιωθα τη ζέστη του στο πρόσωπό μου. Η κλειτορίδα της, σκληρή και ροδαλή εξείχε αυθάδικα ανάμεσα στα χείλη της. Την πήρα απαλά στο στόμα μου και την ένοιωσα να τρέμει πάνω στη γλώσσα μου. Αναστέναξε πάλι. Μου ζήτησε να γυρίσουμε σε 69.

–    «Θέλω μια σκληρή ψωλάρα στο στόμα μου» είπε.

Ξάπλωσα ανάσκελα στο κρεβάτι και εκείνη ήρθε πάνω μου χαρίζοντάς μου το θέαμα της κωλάρας της και των μουσκεμένων της μουνόχειλων μπροστά στο πρόσωπό μου. Μείναμε στην ίδια στάση ούτε κι εγώ ξέρω πόση ώρα. Το μουνί της έσταζε από καύλα και εγώ ρουφούσα αχόρταγα τα μουνόχειλά της, γευόμουν τους χυμούς της και εξερευνούσα με τη γλώσσα μου τη σφιχτή και πεντακάθαρη κωλοτρυπίδα της που στο μεταξύ είχε αρχίσει να υγραίνεται και να χαλαρώνει. Ταυτόχρονα, η πίπα που μου έπαιρνε ήταν υγρή και βαθιά. Αισθανόμουν τα χείλη της υγρά και ζεστά να αγκαλιάζουν αργά τον πούτσο μου και μετά, όλο και πιο βαθιά, να ακουμπάω στο λαρύγγι της. Την άκουγα να πνίγεται για λίγο αλλά κάθε φορά που αποτραβιόταν, η ψωλή μου έβγαινε πιο υγρή από πριν και τα αδύνατα χέρια της με τα μακριά δάχτυλα μου χάριζαν ένα αργό, απολαυστικό μασάζ στη βάση της χωρίς να αφήνει το κεφάλι να βγει από το στόμα της.

Ένιωσα τα πόδια μου να μουδιάζουν μέχρι τις άκρες των δαχτύλων μου και όλο μου το σώμα να ανατριχιάζει. Σφίχτηκα όσο μπορούσα για να κρατηθώ και να μην τελειώσω. Ήταν αδύνατον. Αισθάνθηκα όλη τη διαδρομή του καυτού και υγρού σπέρματος μέσα στον πούτσο μου και το ένιωσα να εκτοξεύεται με δυνατούς σπασμούς μέσα στο στόμα της Εύας η οποία χωρίς να αλλάξει στάση χαλάρωσε και έμεινε ακίνητη. Αφού μάζεψε μέχρι και την τελευταία σταγόνα μέσα στο στόμα της, σηκώθηκε αργά, γύρισε προς το μέρος μου και έμεινε γονατιστή πάνω στο κρεβάτι. Έφερε τα δάκτυλά της μπροστά στο στόμα της και ανοίγοντάς το αργά, άφησε τα καυτά χύσια να τρέξουν έξω και να κυλήσουν στο λαιμό και στο στήθος της μουσκεύοντας τη δαντέλα από το σουτιέν της που το φορούσε ακόμα. Με τα δάκτυλά της πήρε όση ποσότητα είχε απομείνει στη γλώσσα της και τα έφερε στο μουνάκι της που ήταν ήδη υγρό από την καύλα και το ατελείωτο γλυφομούνι που είχε προηγηθεί. Άλειψε με το σπέρμα την κλειτορίδα της και έχωσε δύο δάκτυλα βαθιά μέσα της. Δε μιλούσαμε…

Μέσα στην ησυχία ακούσαμε ομιλίες από το σαλόνι. Δεν ήταν η τηλεόραση. Η μία φωνή ήταν της Μαριάννας. Αν και μίλαγε χαμηλόφωνα, ακουγόταν αρκετά καθαρά να εξιστορεί σε κάποιον το σκηνικό που είχε στήσει εκείνη τη βραδιά και να περιγράφει τα όσα φανταζόταν πως γίνονταν εκείνη τη στιγμή μέσα στην κρεβατοκάμαρα.

–    «Κι εσύ εδώ μοναχούλι σου θα μείνεις; Τις καύλες τις δικές σου δεν τις υπολογίζει κανένας;» ακούστηκε η δεύτερη φωνή.

Πάγωσα. Η φωνή που παρηγορούσε τη Μαριάννα ήταν όχι μόνο γνωστή αλλά και κάτι αντίστοιχο είχα ακούσει και εγώ περίπου ενάμιση χρόνο νωρίτερα από το ίδιο πρόσωπο όταν με πήρε από το χέρι και φύγαμε από το μπαρ των βορείων προαστίων και τη βαρετή μας παρέα για να πάμε να γαμηθούμε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου σε μια ερημική τοποθεσία της Πεντέλης, κοντά στη σπηλιά του Νταβέλη και τα αρχαία λατομεία μαρμάρου. Ήταν η φωνή της Νικολέτας…

Η Νικολέτα ήταν ένα έκφυλο πιπίνι στα δεκαεννιά της χρόνια και εξαδέλφη της Μαριάννας. Εμφανισιακά δεν είχε τίποτα το σπουδαίο εκτός από το απίστευτα σφικτό μετεφηβικό της σώμα, αυτό που οι Αμερικάνοι τόσο εύστοχα ονομάζουν little bouncy rubber ball! Ήταν μικροκαμωμένη αλλά με πολύ καλές αναλογίες και το μεγάλο της προσόν ήταν ότι δεν έλεγε «όχι» ποτέ και δεν δίσταζε να δοκιμάσει το οτιδήποτε. Μπορούσε να γαμηθεί οπουδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο, αρκεί να της εξιτάριζε τη φαντασία και να μην το είχε ξανακάνει.

Λίγους μήνες μετά από εκείνο το νυχτερινό γαμήσι στην Πεντέλη εγώ έφυγα για να υπηρετήσω τη θητεία μου, οπότε και άρχισα να λαμβάνω επιστολές από τη Μαριάννα, μέσα στις οποίες έβρισκα γυμνές φωτογραφίες της Νικολέτας, τραβηγμένες από την ίδια τη Μαριάννα στο σπίτι της (ακόμα και στο μπαλκόνι του σπιτιού), με την ιδιόχειρη προτροπή της Νικολέτας γραμμένη στο πίσω μέρος να τις δείξω σε όσους περισσότερους από τους συνυπηρετούντες μου μπορώ.

«Γουστάρω να ξέρω ότι ένα ολόκληρο τάγμα πεζικού στα σύνορα θα βαράει μαλακία για πάρτη μου» έγραφε.

Σε μία από αυτές τις φωτογραφίες η Νικολέτα με τη Μαριάννα αντάλλασσαν ένα παθιασμένο γλωσσόφιλο ενώ το χέρι της Νικολέτας φαινόταν να μπαίνει ύποπτα κάτω από το μπουστάκι της Μαριάννας…

Ποιότητα % | ( ψήφος)
...
...