Κοιτούσε έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Προσπαθούσε να ηρεμήσει από τον ερεθισμό που ένιωθε για εκείνον. Δίπλα της. Οδηγούσε. Τον ήθελε καιρό. Ήταν φίλοι από πολύ παλιά. Δεν το είχε ξανανιώσει.
Ξύπνησε μαζί της την προηγούμενη μέρα. Τα είχαν πιει λίγο παραπάνω, στο σπίτι του. Του έλεγε ιστορίες για τον πρώην της, πως την έκανε να τελειώνει ασταμάτητα, με κάθε λεπτομέρεια.
Δεν ήταν αυτό που θα έλεγες μοντέλο. Ήταν μια κανονική κοπέλα, με λίγα κιλά παραπάνω, ένα πρόσωπο φεγγάρι και ένα στήθος κόλαση, που αναδείκνυε με ανοιχτά αλλά όχι προκλητικά μπλουζάκια. Εκείνος ήταν καστανός, γυμνασμένος, άντρας. Αυτό τα λέει όλα. Από τους λίγους που έχουν μείνει.
Το βράδυ το προηγούμενο ήξερε ότι τον είχε ανάψει πολύ. Τα λόγια της, το βλέμμα της. Μετά φυσικά από τέσσερα μπουκάλια κρασί δεν την άφηνε να πάει σπίτι. Παρόλο που ήταν μόνο 20 χρονών έμενε μόνος του και της είπε να μείνει εκεί για να μην τρέχει νυχτιάτικα και μεθυσμένη…
Τον άκουσε όταν νόμιζε ότι κοιμόταν, που σηκώθηκε και τον έπαιξε για χάρη της. Τον είδε από την μικρή χαραμάδα της πόρτας του μπάνιου. Ήταν η μόνη φορά που ένιωσε να τον θέλει. Μέσα στο αυτοκίνητο και ενώ γύριζαν από το γάμο ενός φίλου τους, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη. Έκανε πως κοιμόταν γερμένη στο παράθυρο για να δει τι θα κάνει. Είχε κολλήσει το βλέμμα του στο στήθος της. Τον κοίταξε με μισάνοιχτα μάτια…
– Τι τρέχει;
– Τίποτα, τίποτα. Κοιμήσου…
– Τι κοιτάς;
– Σου λέω τίποτα.
– Σε άκουσα χτες.
– Πότε;
– Τη νύχτα. Άκουσα την ανάσα σου και… σε είδα τύλος πάντων.
Τον πλησίαζε και ένιωθε να μουσκεύει. Είδε το φούσκωμα στο παντελόνι του και ακούμπησε το χέρι της ψηλά στο πόδι του. Την έπιασε και τη φίλησε. Δεν ξεκόλλαγε τα χείλη του από πάνω της. Κατέβηκε στο λαιμό της και την φιλούσε με μανία.
Δεν άντεξε άλλο, τον ήθελε αμέσως. Είχε σταματήσει το αμάξι εδώ και ώρα, αλλά δεν είχε χώρο το μικρό Σμαρτάκι.
– Πάμε τώρα, σπίτι μου γρήγορα.
Ούτε που κατάλαβε για πότε φτάσανε… Ούτε το αμάξι δεν κλείδωσαν.
Από το ασανσέρ ήδη είχαν αρχίσει να γδύνονται. Μόλις μπήκαν στο σπίτι της έβγαλε το φόρεμα και το στρινγκάκι που φορούσε. Εκείνη απλά άνοιξε το φερμουάρ του. Την στρίμωξε στον τοίχο
– Έλα μωρό μου, να σου δείξω τι έχασες χτες…
Έτσι με την πλάτη στον τοίχο και σηκωμένη στα χέρια του, μπήκε μέσα της με ορμή. Οι φωνές κόντεψαν να σηκώσουν τον κόσμο.
– Αγόρι μου, τι έχανα τόσα χρόνια… Γάμα με, δυνατά, πιο γρήγορα, σε θέλω όλο μέσα μου.
– Έτσι, έτσι γουστάρεις; Να σε παίρνω σαν πουτάνα;
– Ναι, ναι… ααα! Μωρό μου, ναι!
Έτσι όπως την είχε στα χέρια του, άρχισε να χύνει.
– Μου ‘ρχεται μωρό μου, τι να κάνω;
– Τίποτα, τα θέλω όλα μέσα μου, τώρα!
Ένιωσε τα καυτά υγρά του να την πλημμυρίζουν ενώ έχωσε την γλώσσα της στο στόμα του.
– Αααχ, αγόρι μου…
– Είσαι θεά μωρό μου, απλά θεά!
– Πάω λίγο στο μπάνιο…
Άφησε να πέσει στο πάτωμα και το σουτιέν της με ένα τρόπο απίστευτα προκλητικό. Παρά τα 19 της χρόνια, είχε ένστικτο στο να αποπλανεί τους άντρες. Μπήκε στη μπανιέρα. Ένιωσε κάποιον πίσω της, να την χαϊδεύει πίσω από την κουρτίνα…
– Σε θέλω πάλι…
Γύρισε προς το μέρος του και άνοιξε την κουρτίνα. Ήταν ολόγυμνος μπροστά της. Τον φιλούσε στο λαιμό, στα χέρια, και προχωρούσε προς τα κάτω. Εκείνος αδημονούσε, έκανε σαν παιδί που θέλει γλυκό. Κι όμως, δεν θα έκανε κάτι τέτοιο χωρίς το ανάλογο αντάλλαγμα… Τον άφησε στα κρύα του λουτρού, εκεί, ούτε καν τον άγγιξε.
Φάνηκε να νευριάζει, αλλά είχε σκοπό να τον βασανίσει. Βγήκε από το μπάνιο, και πήγε προς το δωμάτιο… ξάπλωσε μπρούμυτα γυμνή στο κρεβάτι. Την ακολουθούσε υπνωτισμένος. Έπεσε πάνω της… την φιλούσε και την χάιδευε στην πλάτη…
– Γλύφτον μου…
– Ξέχνα το… Και τι αντάλλαγμα θα έχω;
Την γύρισε ανάσκελα και άρχισε να παίζει με τις ρώγες της, που είχαν σκληρύνει αρκετά. Άνοιξε τα πόδια της και έβαλε τη γλώσσα του ανάμεσα. Την έγλυφε, την δάγκωνε μέσα σε ένα παραλήρημα.
– Έλα μωρό μου, πάρε με τώρα, δεν αντέχω άλλο… Δεν βλέπεις; Το μουνί μου έχει πρηστεί.
– Θα σε κάνω να με παρακαλάς…
– Ναι σε παρακαλώ. Πάρε με… δεν αντέχω άλλο. Σε ικετεύω…
Το χέρι του κινήθηκε προς τον κώλο της και με ένα του δάχτυλο άρχισε να τη γαμάει από πίσω.
– Ξέρεις ότι δεν το ‘χω ξανακάνει από πίσω… να ‘σαι καλός μαζί μου…
Είχε τρελαθεί από καύλα. Είχε αρχίσει να ζαλίζεται. Ούρλιαζε σχεδόν: γάμα με, γάμα με…
Πήγε να μπει στον κώλο της αλλά ήταν πολύ στενή ακόμα. Μπήκε μέσα στο μουνί της. Την γάμαγε άγρια πολύ άγρια για κάποιον που την αγαπούσε τόσο καιρό.
– Πονάω. Λίγο πιο σιγά μωρό μου… είπαμε…
Ούτε που είχε μετρήσει πόσες φορές είχε χύσει μέχρι να τελειώσει και εκείνος. Όταν τελείωσε, και λίγο πριν νιώσει να τον παίρνει ο ύπνος, άρχισε να τον χαϊδεύει και να τον φιλάει ενώ κατέβαινε προς τα κάτω…
– Δε θα κοιμηθείς απόψε, αγόρι μου…